Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accounting
/əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική;
ADJECTIVE: λογιστικός;
USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
accuracy
/ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια;
USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
advising
/ədˈvaɪz/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω;
USER: συμβουλεύει, παροχή συμβουλών, την παροχή συμβουλών, συμβουλεύοντας, συμβουλεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
aid
/eɪd/ = NOUN: βοήθεια, αρωγός, υπασπιστής;
VERB: βοηθώ;
USER: ενισχύσεις, βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allocation
/ˈæl.ə.keɪt/ = NOUN: κατανομή, διανομή;
USER: κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analyses
/ˈæn.əl.aɪz/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση;
USER: αναλύσεις, αναλύσεων, οι αναλύσεις, τις αναλύσεις, αναλύει
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
arrange
/əˈreɪndʒ/ = VERB: κανονίζω, διευθετώ;
USER: μεριμνήσει, κανονίσει, οργανώσει, φροντίσει, φροντίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
automates
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιεί, αυτοματοποιεί τις, αυτοματοποιεί την, αυτοματοποιεί τη, αυτοματοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
automation
/ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός;
USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
balloon
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
barriers
/ˈbær.i.ər/ = NOUN: εμπόδιο, φράγμα, φραγμός;
USER: εμπόδια, εμποδίων, φραγμοί, φραγμών, φραγμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
chain
/tʃeɪn/ = NOUN: αλυσίδα, καδένα;
VERB: αλυσοδένω;
USER: αλυσίδα, αλυσίδας, της αλυσίδας, αλύσου, αλυσίδος
GT
GD
C
H
L
M
O
clients
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
closely
/ˈkləʊs.li/ = ADVERB: στενά, προσεκτικά;
USER: στενά, προσεκτικά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
committed
/kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε
GT
GD
C
H
L
M
O
concentrate
/ˈkɒn.sən.treɪt/ = VERB: συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συμπυκνώνω;
USER: επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούμε, συγκεντρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
consultants
/kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας;
USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, μελετών
GT
GD
C
H
L
M
O
continuously
/kənˈtɪn.ju.əs/ = ADVERB: συνεχώς, αδιάκοπα;
USER: συνεχώς, συνεχή, διαρκώς, τη συνεχή, συνεχής
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
core
/kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι;
VERB: ξεκουκιάζω;
USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
crm
= USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ
GT
GD
C
H
L
M
O
crow
/krəʊ/ = NOUN: κοράκι, κουρούνα, κόραξ;
VERB: λαλώ, κρώζω, θριαμβολογώ;
USER: κοράκι, κουρούνα, Crow, χήνας, κόρακα
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
delivering
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: παράδοση, την παράδοση, παροχή, την παροχή, παρέχοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
demo
/ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση;
USER: διαδήλωση, demo, επίδειξης, δοκιμαστική, επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
developers
/dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστές, developers, οι προγραμματιστές, Εργολάβοι, ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
difference
/ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία;
USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική
GT
GD
C
H
L
M
O
differences
/ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία;
USER: διαφορές, οι διαφορές, διαφορών, τις διαφορές, διαφορές που
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
distributors
/disˈtribyətər/ = NOUN: διανομέας;
USER: διανομείς, διανομέων, οι διανομείς, τους διανομείς, διανομής
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
effective
/ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων;
USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
efficiency
/ɪˈfɪʃənsi/ = NOUN: αποδοτικότητα, ικανότητα, αποδοτικότης, ικανότης, δραστηριότης, δραστηριότητα;
USER: αποδοτικότητα, απόδοσης, αποτελεσματικότητα, απόδοση, αποτελεσματικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
enabling
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
erp
= USER: erp, ΕΑΙ
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
experienced
/ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι
GT
GD
C
H
L
M
O
flow
/fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους;
VERB: ρέω, κυλώ;
USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
focused
/ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
friendly
/ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός;
USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
functions
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
greatly
/ˈɡreɪt.li/ = USER: σε μεγάλο βαθμό, σημαντικά, μεγάλο βαθμό, πολύ, κατά πολύ
GT
GD
C
H
L
M
O
grow
/ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται
GT
GD
C
H
L
M
O
growth
/ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος;
USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
highly
/ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα;
USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
GT
GD
C
H
L
M
O
holy
/ˈhəʊ.li/ = ADJECTIVE: άγιος, ιερός;
USER: άγιος, ιερός, ιερό, ιερά, ιερή
GT
GD
C
H
L
M
O
impairment
/ɪmˈpeər/ = NOUN: βλάβη, χειροτέρευση, ελάττωση;
USER: βλάβη, απομείωσης, απομείωση, δυσλειτουργία, ηπατική
GT
GD
C
H
L
M
O
impartial
/ɪmˈpɑː.ʃəl/ = ADJECTIVE: αμερόληπτος, αφατρίαστος;
USER: αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτης
GT
GD
C
H
L
M
O
implement
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος;
VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
increased
/ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αυξημένη, αύξηση, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, αυξηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
increases
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
USER: αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξάνεται, αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
increasing
/ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
industries
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
integration
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση;
USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
interchange
/ˈintərˌCHānj/ = NOUN: ανταλλαγή, συναλλαγή;
VERB: εναλλάσσω, ανταλλάσσω;
USER: εναλλάσσονται, εναλλάσσουν, εναλλάσσετε, ανταλλάσσετε, διατραπεζικές
GT
GD
C
H
L
M
O
introduction
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
inventory
/ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων;
USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
leaders
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
logistic
/ləˈdʒɪs.tɪks/ = USER: υλικοτεχνική, logistic, υλικοτεχνικής, εφοδιαστικής, υλικοτεχνικής υποστήριξης
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
managing
/ˈmanij/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, τη διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση των, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturers
/ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης;
USER: κατασκευαστές, κατασκευαστών, οι κατασκευαστές, τους κατασκευαστές, παρασκευαστές
GT
GD
C
H
L
M
O
maximize
/ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό;
USER: μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση της, μεγιστοποιήσει, μεγιστοποιήσουν, μεγιστοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
obstacle
/ˈɒb.stɪ.kl̩/ = NOUN: εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα;
USER: εμπόδιο, κώλυμα, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
optimize
/ˈɒp.tɪ.maɪz/ = VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
passionate
/ˈpæʃ.ən.ət/ = ADJECTIVE: παθιασμένος, φλογερός, παράφορος, περιπαθής, διάπυρος, ευερέθιστος;
USER: παθιασμένος, πάθος, παθιασμένοι, παθιασμένη, παθιασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perpetual
/pəˈpetʃ.u.əl/ = ADJECTIVE: διαρκής, αέναος, αιώνιος;
USER: διαρκής, αέναος, αέναη, διαρκή, διαρκούς
GT
GD
C
H
L
M
O
premise
/ˈprem.ɪs/ = NOUN: προϋπόθεση, υπόθεση, πρόταση, πρόλογος;
VERB: προβάλλω ως υπόθεση, προβάλλω ως εξήγηση, προϋποθέτω;
USER: προϋπόθεση, υπόθεση, παραδοχή, αρχή, σκεπτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
productive
/prəˈdʌk.tɪv/ = ADJECTIVE: παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος;
USER: παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
GT
GD
C
H
L
M
O
professionals
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
USER: επαγγελματίες, επαγγελματιών, οι επαγγελματίες, τους επαγγελματίες, επαγγελματίες του
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provider
/prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός;
USER: προμηθευτής, πάροχος, παροχής, πάροχο, φορέα παροχής
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
race
/reɪs/ = NOUN: φυλή, αγώνας, γένος, ράτσα, αγώνας δρόμου, δρόμος, έθνος, γενεά, αγών δρόμου, σόι;
VERB: τρέχω, παρατρέχω;
USER: φυλή, αγώνας, γένος, αγώνα, φυλής
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
reducing
/rɪˈdjuːs/ = ADJECTIVE: αναγωγικός;
USER: μείωση, μειώνοντας, μείωση των, τη μείωση, μείωση του
GT
GD
C
H
L
M
O
remain
/rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι;
USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
remove
/rɪˈmuːv/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι;
USER: αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, καταργήσετε, απομάκρυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
resource
/rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν;
USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου
GT
GD
C
H
L
M
O
respective
/rɪˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: σχετικός;
USER: αντίστοιχων, αντίστοιχα, των αντίστοιχων, αντίστοιχες, αντίστοιχους
GT
GD
C
H
L
M
O
retailers
/ˈriː.teɪ.lər/ = NOUN: έμπορος λιανικής, μεταπράτης, μικρέμπορος, πωλών λιανικώς;
USER: λιανοπωλητές, λιανοπωλητών, λιανικής πώλησης, λιανικής, εμπόρους λιανικής πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
serve
/sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα;
VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω;
USER: εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν, εξυπηρετεί
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
stock
/stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο;
VERB: εφοδιάζω;
ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της
GT
GD
C
H
L
M
O
straightforward
/ˌstrātˈfôrwərd/ = ADJECTIVE: ειλικρινής, έντιμος, ευθώς;
USER: απλή, απλό, απλές, άμεση, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
streamline
/ˈstriːm.laɪn/ = USER: εξορθολογισμό, τον εξορθολογισμό, εξορθολογισμό των, εξορθολογισμό της, απλούστευση
GT
GD
C
H
L
M
O
streamlining
/ˈstrēmˌlīn/ = USER: εξορθολογισμό, εξορθολογισμού, τον εξορθολογισμό, εξορθολογισμός, απλούστευση"
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
supplied
/səˈplaɪ/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω;
USER: παρέχονται, παρέχεται, που παρέχονται, που παρέχεται, παραδίδονται
GT
GD
C
H
L
M
O
supply
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο;
VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω;
USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
sustainable
/səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός;
USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
tailor
/ˈteɪ.lər/ = NOUN: ράφτης, ράπτης;
USER: ράφτης, tailor, ειδικά, παραγγελία, προσαρμόσει
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
terminal
/ˈtɜː.mɪ.nəl/ = NOUN: τερματικό, ακροδέκτης, τέρμα, τελικός σταθμός, σχολικό τρίμηνο;
ADJECTIVE: τελικός, άκρος;
USER: τερματικό, τερματικού, ακροδέκτη, τερματικού σταθμού, τερματικό σταθμό
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
throughout
/θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση;
USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
traditional
/trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος;
USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
transforming
/trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω;
USER: μετατροπή, μετασχηματισμό, μετατρέποντας, τη μετατροπή, μετασχηματισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
transparently
= USER: διαφάνεια, διαφανώς, διαφανή, με διαφάνεια, διαφανή τρόπο,
GT
GD
C
H
L
M
O
ultimately
/ˈʌl.tɪ.mət.li/ = ADVERB: τελικά;
USER: τελικά, τέλει, τελική ανάλυση, τελικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
warehouse
/ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη;
VERB: αποθηκεύω;
USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
199 words